- κυνοκεφαλοκέρδων
- κῠνο-κεφᾰλοκέρδων, ωνος, ὁ, = sq. 2,A PMag.Leid. W.4.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνοκεφαλοκέρδων — κυνοκεφαλοκέρδων, ωνος, ὁ (Α) ο πίθηκος κυνοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνοκέφαλος + κέρδων] … Dictionary of Greek
κυνοκεφαλοκέρδων — PMag.Leid. W. masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)